πεισιχαλινος

πεισιχαλινος
    πεισιχάλινος
    πεισῐ-χάλῑνος
    2
    (ᾰ) повинующийся узде
    

(ἅρμα Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεισιχαλινος" в других словарях:

  • πεισιχάλινος — ον, Α (ποιητ. τ.), αυτός που πείθεται, που υπακούει στον χαλινό, στα ηνία, αυτός που σύρεται εύκολα («ἅρματα πεισιχάλινα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + χαλινός] …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πεισιχάλινα — πεισιχάλῑνα , πεισιχάλινος obeying the rein neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»